ταχυπωλος

ταχυπωλος
    ταχύπωλος
    τᾰχύ-πωλος
    2
    быстроконный, едущий на быстрых конях
    

(Ἀχαιοί Hom.; Κάστωρ Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ταχυπωλος" в других словарях:

  • ταχύπωλος — with fleet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύπωλος — ον, Α (ως προσωνυμία τών Ελλήνων) αυτός που έχει γρήγορα άλογα, ταχύϊππος* («οὕς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πῶλος (πρβλ. καλλί πωλος)] …   Dictionary of Greek

  • ταχυπώλους — ταχύπωλος with fleet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυπώλων — ταχύπωλος with fleet masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύπωλε — ταχύπωλος with fleet masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύπωλοι — ταχύπωλος with fleet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελανόπωλος — μελανόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρους πώλους, μαύρους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πῶλος (πρβλ. λευκό πωλος, ταχύπωλος)] …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»